Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

στηρίζω (την)

  • 1 надежда

    надежд||а
    ж ἡ ἐλπίδα [-ίς], ἡ προσδοκία:
    возлаги́ть \надеждау на что-л. στηρίζω τίς ἐλπίδες μου κάπου· питать \надеждау τρέφω τήν ἐλπίδα· подавать \надеждаы ὑπόσχομαι πολλά· не оправдать надежд διαψεύδω τίς προσδοκίες· последняя \надежда ἡ τελευταία ἐλπίδα· в \надеждае μέ τήν ἐλπίδα πώς.., ἐλπίζοντας.

    Русско-новогреческий словарь > надежда

  • 2 надежда

    θ.
    ελπίδα, προσδοκία, απαντοχή, -ιά•

    тщетная надежда μάταια ελπίδα•

    обманчивая надежда απατηλή ελπίδα•

    льстить себя -ой βαυκαλίζομαι με την ελπίδα•

    питать -у τρέφω ελπίδα•

    возлагать -ы на... στηρίζω τις ελπίδες στον... στην... κλπ. нет никакой -ы δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•

    он подат большие -ы αυτός παρέχει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον (υπόσχεται πολλά)•

    последняя надежда η τελευταία ελπίδα.

    εκφρ.
    в -е – με την ελπίδα, ελπίζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > надежда

  • 3 возлагать

    возлагать
    несов
    1. (класть) (κατα)θέ-τω, βάζω:
    \возлагать венок καταθέτω στέφανο·
    2. перен ἀναθέτω, ἐπιφορτίζω:
    \возлагать поручение на кого-л. ἀναθέτω ἐντολή σέ κάποιον \возлагать ответственность на кого-л. καταστώ κάποιον ὑπεύθυνο· \возлагать надежды на кого-л. στηρίζω τις ἐλπίδες μου σέ κάποιον \возлагать вину́ на кого-л. θεωρώ Ενοχο κάποιον \возлагать командование на кого-л. ἀναθέτω τήν ἀρχηγίαν σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > возлагать

  • 4 поддержать

    поддержать
    сов, поддерживать несов
    1. (под руку и т. п.) ὑποβαστάζω, κρατώ, στηρίζω·
    2. перен (помогать) ὑποστηρίζω, βοηθώ:
    \поддержать морально ὑποστηρίζω ήθικά, ἐνθαρρύνω·
    3. перен (мнение, предложение, кандидатуру и т. п.) ὑποστηρίζω·
    4. (не давать прекратиться, сохранять) διατηρώ / τηρῶ (порядок, дисциплину и т. п.):
    \поддержать дружественные отношения διατηρώ φιλικές σχέσεις· \поддержать переписку ἔχω ἀλληλογραφία· \поддержать надежду ὑποθάλπω τήν ἐλπίδα· \поддержать разговор τροφοδοτώ τή συζήτηση.

    Русско-новогреческий словарь > поддержать

  • 5 возлагать

    ρ.δ.
    βλ. возложить.
    εκφρ.
    надежды – στηρίζω τις ελπίδες•
    возлагать ответственность – αναθέτω την ευθύνη.
    ανατίθεμαι•

    ответственность -ется на меня η ευθύνη ανατίθεται σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > возлагать

  • 6 основать

    -ную, -нушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. основанный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    ανεγείρω, ιδρύω, φτιάχνω•

    основать город ιδρύω πόλη•

    основать больницу φτιάχνω νοσοκομείο.

    || μτφ. βασίζω, στηρίζω•

    вы на чём -ли это предположение? σε τι στηρίξατε αυτή την εικασία;

    ανεγείρομαι, ιδρύομαι, χτίζομαι, γίνομαι. || εγκατασταίνομαι•

    он -лся прочно на новом доме αυτός εγκαταστάθηκε μόνιμα στο καινούριο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > основать

  • 7 почва

    θ.
    1. έδαφος, γη• τόπος• χώμα•

    плодородная почва εύφορο έδαφος•

    болотная почва ελώδες έδαφος•

    образцы -ы δείγματα χώματος.

    || μτφ. το περιβάλλον.
    2. βάση, στήριγμα•

    поставить на научную -у στηρίζω σε επιστημονική βάση•

    обвинение не имеет под собой почву η κατηγορία δεν έχει καμιά βάση (είναι ανεδαφική).

    3. τομέας, σφαίρα. || άποψη•
    εκφρ.
    нащупать -у – βολιδοσκοπώ, σφυγμομετρώ, εξιχνιάζω•
    терять -у под ногами – φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια•
    становиться на -у чего – είμαι με το μέρος, την άποψη.

    Большой русско-греческий словарь > почва

  • 8 приставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, βάζω,κινώ, μετακινώ•

    приставить стол к окну κινώ το τραπέζι στο παράθυρο.

    || ακουμπώ, στηρίζω, στριμώχνω, κολλώ.
    2. αβγατίζω, προσθέτω• επιρράπτω. || παροικοδομώ.
    3. αναθέτω την επίβλεψη, επιτήρηση.

    Большой русско-греческий словарь > приставить

См. также в других словарях:

  • στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …   Dictionary of Greek

  • στηρίζω — στήριξα, στηρίχτηκα, στηριγμένος 1. στερεώνω, κάνω κάτι σταθερό: Στήριξαν τη γέφυρα. 2. βασίζω: Η άποψή σου δε στηρίζεται σε σωστά επιχειρήματα. 3. υποβοηθώ κάποιον να σταθεί ή να ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες: Η αντιπολίτευση στήριξε την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επερείδω — (AM ἐπερείδω) στηρίζω πάνω σε κάτι αρχ. μσν. σπρώχνω, μπήγω κάπου («ἐπέρεισε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη [ἔγχος] νείατον ἐς κενεῶνα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πιέζω με δύναμη («τῇ χειρὶ ἐπερείδειν», Ιπποκρ.) 2. σπρώχνω την πόρτα για να κλείσει καλά 3. εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 …   Dictionary of Greek

  • υποβαστάζω — ὑποβαστάζω ΝΜΑ στηρίζω από κάτω, υποστηρίζω (α. «οκτώ κίονες υποβαστάζουν την οροφή» β.«ὁ τράχηλος τρόπον κίονος ὑποβαστάζει τὴν κεφαλήν», Σχόλ. Νικ. Θηρ.) νεοελλ. συγκρατώ, στηρίζω κάποιον, συνήθως από τις μασχάλες, για να μην πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • απερείδω — ἀπερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, προσηλώνω 2. προσηλώνομαι 3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι 4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας) β) κατευθύνω (οργήν είς τινα) γ) επιρρίπτω την… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… …   Dictionary of Greek

  • σταθεροποιητής — ο, Ν 1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα τού πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο 2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»